- επίσταλμα
- ἐπίσταλμα, τὸ (AM)μσν.στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματααυτοκρατορικές επιστολέςαρχ.1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.)2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σταλμα < στέλλω, θ. σταλ- (ε-στάλ-ην)].
Dictionary of Greek. 2013.